ἀπάξει

ἀπάξει
ἄπαξις
arrest
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπάξεϊ , ἄπαξις
arrest
fem dat sg (epic)
ἄπαξις
arrest
fem dat sg (attic ionic)
ἀπάγω
lead away
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπάγω
lead away
fut ind mid 2nd sg
ἀπάγω
lead away
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”